τάγγισμα — και τάγκισμα και τσάγγισμα και τσάγκισμα, το, Ν [ταγγίζω / τσαγγίζω] τάγγιση … Dictionary of Greek
τάγκιση — η, Ν βλ. τάγγιση … Dictionary of Greek
ταγγάδα — και ταγκάδα και τσαγγάδα και τσαγκάδα, η, Ν 1. η ιδιότητα τού ταγγού 2. τάγγιση 3. συνεκδ. η δυσάρεστη οσμή και γεύση που προέρχεται από την αλλοίωση τροφίμων τα οποία περιέχουν λίπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταγγός / τσαγκός + κατάλ. άδα (πρβλ. νοστιμ… … Dictionary of Greek
ταγγή — η, ΝΑ, και ταγκή και τάγγη Ν τάγγιση αρχ. είδος φύματος («τὰ ὑπὸ τὸ δέρμα ἀφιστάμενα ἐς τὰ ἔξω φύματα, οἶον ταγγαί», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με τους τ.: αρχ. άνω γερμ. stanc «άσχημη μυρωδιά, βρόμα» (πρβλ. γερμ.… … Dictionary of Greek
ταγγός — ή, ό / ταγγός, ή, όν, ΝΜΑ, και ταγκός και τσαγγός και τσαγκός Ν 1. (για τρόφ.) αυτός που έχει υποστεί τάγγιση, που έχει αλλοιωθεί και έχει προσλάβει δυσάρεστη οσμή και γεύση 2. το θηλ. ως ουσ. η ταγγή βλ. ταγγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. παρ. τής λ … Dictionary of Greek